-
1 αναστροφή
[анастрофи] ουσ. Θ. ниспровержение, (γραμ.) инверсия.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναστροφή
-
2 инверсия
1. тех. η αναστροφή, η αντιστροφή 2. биол. η μετάθεση, η αναστροφή, η αντιστροφή 3. (лингв., литер.) το υπερβατό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инверсия
-
3 муфта
1. (для валов) о σύνδεσμος (των αξόνων)многотарельчатая - см. многодисковая -самоуправляемая - αυτοελεγχόμενος -, αυτορρυθμιζόμενος -тарельчатая - см. дисковая -2. (сцепная) о συ-μπλέκτ/ης 3. (для труб) о σύνδεσμος (των σωλήνων), разг. η μούφα 4. (кабельная) το κιβώτιο/η κεφαλή σύνδεσης καλωδίωνштыковая - τύπου μπαγιονέτας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > муфта
-
4 аркфункция
η ανάστροφη τριγωνομετρική συνάρτηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аркфункция
-
5 гребной винт
ο/η έλικας (του πλοίου)запасной - αμοιβός -, εφεδρικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гребной винт
-
6 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
7 инвертирование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инвертирование
-
8 коммутация
эл. η αναστροφή ροής (μέσω συλλέκτη), η μεταγωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коммутация
-
9 опрокидывание
η αναστροφή, η αντιστροφή, η ανατροπήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опрокидывание
-
10 переброс
1. (из одного состояния в другое) η μεταβολή κατάστασης 2. (о триггерах) η αναστροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переброс
-
11 перевод
1. (величин, единиц измерений и т.п.) η μετατροπή, η αναγωγή 2. (с одного режима на другой) η αλλαγή, η αναστροφή, η μεταστροφή 3. полигр. η μεταφορά 4. (с одного языка на другой) η μετάφρασηподстрочный - см. дословный -свободный - ελεύθερη -, η απόδοση5. (с одного места на другое) η μετάθεση, η μεταφορά 6. (денежный) το έμβασμα, η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевод
-
12 переворачивание
η αναστροφή, το αναποδογύρισμα-ть ανατρέπω, αναποδογυρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переворачивание
-
13 передача
1. свз. (передаваемая информация) η μετάδοση, η διαβίβαση, η εκπομπήмногоканальная - των πολλών διαύλων/καναλιώνпробная - в полёте ав. δοκιμαστική - κατά την πτήσηцветная - (тлв.) έγχρωμη -2. (вид излучения) η εκπομπή, η ακτινοβολία 3. (механизм передачи движения) η μετάδοση- зубчатая геликоидальная - см. - зубчатая винтовая - зубчатая планетарная οδοντωτή πλανητική -зубчатая - с внешним{}внутренним{} зацеплением οδοντωτή - με εξωτερική/εσωτερική μετάδοσηканатная - με σύρματα/σχοινιάремённая - με ιμάντα, η ιμαντοκίνηση4. (действие) η μεταβίβασ/η, η μεταφοράбез права - и юр. χωρίς/δίχως δικαίωμα - ης- управления вчт. - του ελέγχου5. физ. η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передача
-
14 реакция
1. (хим., физиол., биол.) η αντίδραση 2. (на приложенную силу, нагрузку и т.п.) η αντίδρασ/η, η αντενέργεια. аэродинамическая - του αέρος, - на действие органа управления ав. η ανταπόκριση/αντίδραση του οργάνου ελέγχου- отдачи η ανάκρουση, η οπισθοδρόμησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реакция
-
15 реверс
1. (механизм) о αναστροφέας- руля ав. - πηδαλίου2. (режим работы) η αναστροφή, η ανα-πόδησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реверс
-
16 реверсирование
тех. η αναστροφή, η αντιστροφή, η αναπόδοση-ть αντιστρέφω, αναστρέφωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реверсирование
-
17 перестановка
перестановкаж1. ἡ μετάθεση [-ις]/ ἡ μετατόπιση [-ις] (перемещение)·2. мат ἡ μεταλλαγή, ἡ μετατροπή, ἡ ἀναστροφή. -
18 инверсия
-и.θ. (φιλγ., γλωσ.) αναστροφή, μετάθεση λέξεων. -
19 инвертирование
-я ουδ. (ηλεκτρ.) αναστροφή. -
20 коммутация
-и θ. (ηλεκτρ.) αναστροφή, αλλαγή κατεύθυνσης του ρεύματος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀναστροφῇ — ἀναστροφή turning upside down fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστροφή — turning upside down fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναστροφή — η 1. αναποδογύρισμα: Είχαν αρχίσει να φοβούνται αναστροφή του σκάφους. 2. αλλαγή πορείας ιστιοφόρου ώστε να χει τον άνεμο από την αντίθετη πλευρά: Ούτε με την αναστροφή κατάφεραν να μπουν στο λιμάνι. 3. ανέβασμα του τόνου δισύλλαβης πρόθεσης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… … Dictionary of Greek
εαρινή αναστροφή — Αναστροφή της θερμοκρασίας των επιφανειακών υδάτων των λιμνών, η οποία συμβαίνει κατά την άνοιξη. Το νερό των λιμνών έχει μέγιστη πυκνότητα περίπου στους 40°C και μικρότερη πάνω και κάτω από αυτό το όριο. Το καλοκαίρι τα επιφανειακά ύδατα… … Dictionary of Greek
ἀναστροφαῖς — ἀναστροφή turning upside down fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστροφαί — ἀναστροφή turning upside down fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστροφῆς — ἀναστροφή turning upside down fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστροφῇς — ἀναστροφή turning upside down fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστροφήν — ἀναστροφή turning upside down fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστροφῶν — ἀναστροφή turning upside down fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)